- ἀποπληρώσῃς
- ἀποπληρόωfill upaor subj act 2nd sgἀποπληρόωfill upaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀποπληρώσης — ἀποπλήρωσις filling fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)